- βανδαλισμός
- ο вандализм, варварство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βανδαλισμός — ο πράξη που αρμόζει σε Βανδάλους ή καταστροφή έργων τέχνης, που οφείλονται σε πολεμικές ενέργειες επιδρομέων αλλά και σε ιδεολογικό ή θρησκευτικό φανατισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. vandalisme < vandale (πρβλ.… … Dictionary of Greek
βανδαλισμός — ο η καταστροφή ωραίων πραγμάτων και ιδιαίτερα των έργων τέχνης και πολιτισμού: Οι βανδαλισμοί είναι συχνοί ακόμη και στην εποχή μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βάνδαλοι — Αρχαιολόγος γερμανικός λαός που αρχικά ίσως ήταν εγκατεστημένος στις ακτές της Αζοφικής θάλασσας και τον 1o αι. μ.Χ. κατέβηκε στις ακτές της Βαλτικής. Τον 2o αι., κάτω από την πίεση των Γότθων, οι Β. μετατοπίστηκαν στα Ν και εγκαταστάθηκαν ίσως… … Dictionary of Greek
Γεζέριχος ή Γιζέριχος ή Γενσέριχος — (389 – 477 μ.Χ.). Βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών (428 477). Ήταν νόθος γιος του βασιλιά Γοδιγισήλου, αδελφός και διάδοχος του Γονδερίχου, μετά τον θάνατο του οποίου ανέβηκε στον θρόνο της Ισπανίας. Ο Γ., ευφυής άνθρωπος, πανούργος πολιτικός … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek